- ἐπιπροιάλλω
- ἐπι-προ-ιάλλω: only aor. ἐπιπροΐηλε, set before them (σφωίν), Il. 11.628†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επιπροϊάλλω — ἐπιπροϊάλλω (Α) [προϊάλλω] 1. παραθέτω μπροστά σε κάποιον, βάζω μπροστά («ἢ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω σε κάποιον … Dictionary of Greek
ἐπιπροίαλλε — ἐπιπροί̱αλλε , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg ἐπιπροίαλλε , ἐπιπροιάλλω set out pres imperat act 2nd sg ἐπιπροίαλλε , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπροίαλλεν — ἐπιπροί̱αλλεν , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg ἐπιπροίαλλεν , ἐπιπροιάλλω set out imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπροίηλε — ἐπιπροί̱ηλε , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg ἐπιπροίηλε , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπροίηλεν — ἐπιπροί̱ηλεν , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg ἐπιπροίηλεν , ἐπιπροιάλλω set out aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… … Dictionary of Greek